- παραμοιάζω
- μετ. , αμετ. быть очень похожим (на кого-что-л.); очень сильно напоминать (кого-что-л.);
παραμοιάζω (με) τον πατέρα μου — быть очень похожим на своего отца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραμοιάζω (με) τον πατέρα μου — быть очень похожим на своего отца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραμοιάζω — 1. μοιάζω υπερβολικά, έχω πολλά χαρακτηριστικά όμοια με κάποιον άλλο 2. κάνω λάθος στην αναγνώριση κάποιου, παίρνω κάποιον για κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
παρομοιάζω — ΝΜΑ και διαλ. τ. παραμοιάζω Ν [ομοιάζω] μοιάζω με κάποιον ή με κάτι, είμαι ή φαίνομαι όμοιος, παρόμοιος με κάποιον («παρομοιάζετε τάφοις κεκονιασμένοις», ΚΔ) νεοελλ. (μτβ.) κάνω λάθος στην αναγνώριση κάποιου, τόν θεωρώ ως άλλον εξαιτίας τής… … Dictionary of Greek